γραμματικός ADV

Count: 4

ShortDef

knowing one's letters, well grounded in the rudiments, a grammarian

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (γραμματικός)
LSJ (γραμματικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

γραμματικός (ADJ) 500
Γραμματικός (ADJ) 3
γραμματικο͂ς (ADJ) 1
γραμματικός (NOUN) 1

Form List

form parse count
γραμματικῶς INDECL 4