γυμναστικός ADV

Count: 3

ShortDef

fond of athletic exercises, skilled in them

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (γυμναστικός)
LSJ (γυμναστικός)
Middle Liddell (γυμναστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

γυμναστικός (ADJ) 249
Γυμναστικός (ADJ) 1

Form List

form parse count
γυμναστικῶς INDECL 3