στοχαστικός ADV

Count: 18

ShortDef

skilful in aiming at, able to hit

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στοχαστικός)
LSJ (στοχαστικός)
Middle Liddell (στοχαστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στοχαστικός (ADJ) 53

Form List

form parse count
στοχαστικῶς INDECL 18