πιστευτικός ADV

Count: 1

ShortDef

disposed to trust, confiding

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πιστευτικός)
LSJ (πιστευτικός)
Middle Liddell (πιστευτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πιστευτικός (ADJ) 3

Form List

form parse count
πιστευτικῶς INDECL 1