διακριτικός ADV

Count: 1

ShortDef

piercing, penetrating

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διακριτικός)
LSJ (διακριτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διακριτικός (ADJ) 55

Form List

form parse count
διακριτικῶς INDECL 1