κυνοπρόσωπος ADJ

Count: 6

ShortDef

dog-faced

Dictionaries

LSJ (κυνοπρόσωπος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Κυνοπρόσωπος (ADJ) 1
Κυνοπρόσωπος (NOUN) 1

Form List

form parse count
κυνοπρόσωπος NOM.SG MASC 1
κυνοπρόσωπον ACC.SG MASC 2
κυνοπρόσωπε VOC.SG MASC 1
κυνοπρόσωποι NOM.PL MASC 1
κυνοπροσώπους ACC.PL MASC 1