συμπλεκτικός ADJ

Count: 30

ShortDef

twining

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμπλεκτικός)
LSJ (συμπλεκτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συμπλεκτικός (ADV) 1
συμπλεκτικός (NOUN) 1

Form List

form parse count
συμπλεκτικὸς NOM.SG MASC 3
συμπλεκτικός NOM.SG MASC 2
συμπλεκτικὸν ACC.SG MASC 2
συμπλεκτικοῦ GEN.SG MASC 1
συμπλεκτικῷ DAT.SG MASC 1
συμπλεκτικοί NOM.PL MASC 3
συμπλεκτικοὶ NOM.PL MASC 3
συμπλεκτικούς ACC.PL MASC 2
συμπλεκτικῶν GEN.PL MASC 2
συμπλεκτικοῖς DAT.PL MASC 1
συμπλεκτική NOM.SG FEM 1
συμπλεκτικόν NOM.SG NEUT 1
συμπλεκτικόν ACC.SG NEUT 2
συμπλεκτικὸν ACC.SG NEUT 1
συμπλεκτικοῦ GEN.SG NEUT 3
συμπλεκτικῶν GEN.PL NEUT 2