περιφέρεια NOUN

Count: 1,301

ShortDef

the line round a circular body, a periphery, circumference

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιφέρεια)
LSJ (περιφέρεια)
Middle Liddell (περιφέρεια)

Form List

form parse count
περιφέρεια NOM.SG FEM 338
περιφέρειά NOM.SG FEM 3
περιφέρειαν ACC.SG FEM 377
περιφέρειάν ACC.SG FEM 5
περιφερείην ACC.SG FEM 1
περιφερείας GEN.SG FEM 263
περι-φερείας GEN.SG FEM 1
περιφερείᾳ DAT.SG FEM 106
περιφερείῃ DAT.SG FEM 2
περιφέρειαι NOM.PL FEM 83
περιφέρειαί NOM.PL FEM 1
περιφερείας ACC.PL FEM 53
περιφερειῶν GEN.PL FEM 45
περιφερειᾶν GEN.PL FEM 5
περιφερείαις DAT.PL FEM 18