προτρεπτικός ADJ

Count: 92

ShortDef

persuasive

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προτρεπτικός)
LSJ (προτρεπτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Προτρεπτικός (ADJ) 9
Προτρεπτικός (NOUN) 2
προτρεπτικός (ADV) 2