πολυπραγμοσύνη NOUN

Count: 3

ShortDef

No short def.

Dictionaries

LSJ (πολυπραγμοσύνη)
Short Defs (πολυπραγμοσύνη)
Lexicon Thucydideum (πολυπραγμοσύνη)
Middle Liddell (πολυπραγμοσύνη)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πολυπραγμοσύνη (NOUN) 96
πολυπραγμοσύνη (ADJ) 6
Πολυπραγμοσύνη (NOUN) 1

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 2
ACC 1
GEN
DAT
VOC
TOTAL 3 [] []  

Form List

form parse count
πολυπραγμοσύνη NOM.SG FEM 2
πολυπραγμοσύνην ACC.SG FEM 1