στρατηλάτης NOUN

Count: 65

ShortDef

a leader of an army, a general, commander

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στρατηλάτης)
LSJ (στρατηλάτης)

Form List

form parse count
στρατηλάτης NOM.SG MASC 6
στρατηλάτας NOM.SG MASC 2
στρατηλάτην ACC.SG MASC 13
στρατηλάταν ACC.SG MASC 2
στρατηλάτου GEN.SG MASC 6
στρατηλάτα GEN.SG MASC 1
στρατηλάτῃ DAT.SG MASC 8
στρατηλάται NOM.PL MASC 8
στρατηλάτας ACC.PL MASC 5
στρατηλατῶν GEN.PL MASC 3
στρατηλατᾶν GEN.PL MASC 1
στρατηλάταις DAT.PL MASC 8
στρατηλάταισιν DAT.PL MASC 1
στρατηλάται VOC.PL MASC 1