διαλογισμός NOUN

Count: 141

ShortDef

a balancing of accounts

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαλογισμός)
LSJ (διαλογισμός)

Form List

form parse count
διαλογισμὸς NOM.SG MASC 6
διαλογισμός NOM.SG MASC 1
διαλογισμὸν ACC.SG MASC 10
διαλογισμοῦ GEN.SG MASC 11
διαλογισμῷ DAT.SG MASC 5
διαλογισμοὶ NOM.PL MASC 20
διαλογισμοί NOM.PL MASC 11
διαλογισμοὺς ACC.PL MASC 27
διαλογισμούς ACC.PL MASC 8
διαλογισμῶν GEN.PL MASC 21
διαλογισμοῖς DAT.PL MASC 21