καθοπλισμός NOUN

Count: 32

ShortDef

arming, making of arms

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καθοπλισμός)

Form List

form parse count
καθοπλισμὸς NOM.SG MASC 2
καθοπλισμὸν ACC.SG MASC 6
καθοπλισμόν ACC.SG MASC 1
καθοπλισμοῦ GEN.SG MASC 9
καθοπλισμῷ DAT.SG MASC 4
καθοπλισμούς ACC.PL MASC 2
καθοπλισμῶν GEN.PL MASC 2
καθοπλισμοῖς DAT.PL MASC 6