κατακλυσμός NOUN

Count: 214

ShortDef

a deluge, inundation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατακλυσμός)
LSJ (κατακλυσμός)

Form List

form parse count
κατακλυσμὸς NOM.SG MASC 21
κατακλυσμός NOM.SG MASC 13
κατακλυσμὸν ACC.SG MASC 49
κατακλυσμόν ACC.SG MASC 19
κατακλυσμοῦ GEN.SG MASC 59
κατακλυσμῷ DAT.SG MASC 31
κατακλυσμοὶ NOM.PL MASC 3
κατακλυσμοί NOM.PL MASC 1
κατακλυσμοὺς ACC.PL MASC 8
κατακλυσμούς ACC.PL MASC 1
κατακλυσμῶν GEN.PL MASC 5
κατακλυσμοῖς DAT.PL MASC 4