χρεμετισμός NOUN

Count: 20

ShortDef

a neighing, whinnying

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (χρεμετισμός)
LSJ (χρεμετισμός)

Form List

form parse count
χρεμετισμός NOM.SG MASC 5
χρεμετισμὸς NOM.SG MASC 5
χρεμετισμὸν ACC.SG MASC 2
χρεμετισμοῦ GEN.SG MASC 2
χρεμετισμῷ DAT.SG MASC 3
χρεμετισμοὶ NOM.PL MASC 1
χρεμετισμοὺς ACC.PL MASC 1
χρεμετισμοῖς DAT.PL MASC 1