μετεωρισμός NOUN

Count: 28

ShortDef

rising to the surface

Dictionaries

LSJ (μετεωρισμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Μετεωρισμός (NOUN) 1

Form List

form parse count
μετεωρισμὸς NOM.SG MASC 6
μετεωρισμὸν ACC.SG MASC 9
μετεωρισμόν ACC.SG MASC 1
μετεωρισμῷ DAT.SG MASC 3
μετεωρισμοί NOM.PL MASC 3
μετεωρισμοὶ NOM.PL MASC 1
μετεωρισμούς ACC.PL MASC 1
μετεωρισμοῖσιν DAT.PL MASC 3
μετεωρισμοῖς DAT.PL MASC 1