βορβορυγμός NOUN

Count: 21

ShortDef

intestinal rumbling

Dictionaries

LSJ (βορβορυγμός)

Form List

form parse count
βορβορυγμὸς NOM.SG MASC 5
βορβορυγμός NOM.SG MASC 1
βορβορυγμὸν ACC.SG MASC 3
βορβορυγμοῦ GEN.SG MASC 4
βορβορυγμῷ DAT.SG MASC 3
βορβορυγμοὶ NOM.PL MASC 2
βορβορυγμοὺς ACC.PL MASC 1
βορβορυγμῶν GEN.PL MASC 2