μηχανοποιός NOUN

Count: 28

ShortDef

an engineer, maker of war-engines

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μηχανοποιός)
LSJ (μηχανοποιός)
Middle Liddell (μηχανοποιός)

Form List

form parse count
μηχανοποιός NOM.SG MASC 2
μηχανοποιὸς NOM.SG MASC 2
μηχανοποιόν ACC.SG MASC 2
μηχανοποιὸν ACC.SG MASC 1
μηχανοποιοῦ GEN.SG MASC 6
μηχανοποιῷ DAT.SG MASC 1
μηχανοποιὲ VOC.SG MASC 1
μηχανοποιοὶ NOM.PL MASC 1
μηχανοποιοὺς ACC.PL MASC 5
μηχανοποιούς ACC.PL MASC 2
μηχανοποιῶν GEN.PL MASC 4
μηχανοποιοῖς DAT.PL MASC 1