καλλωπισμός NOUN

Count: 39

ShortDef

an adorning oneself, making a display

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καλλωπισμός)
LSJ (καλλωπισμός)

Form List

form parse count
καλλωπισμὸς NOM.SG MASC 5
καλλωπισμός NOM.SG MASC 4
καλλωπισμὸν ACC.SG MASC 11
καλλωπισμόν ACC.SG MASC 8
καλλωπισμοῦ GEN.SG MASC 6
καλλωπισμῷ DAT.SG MASC 1
καλλωπισμοί NOM.PL MASC 1
καλλωπισμοὺς ACC.PL MASC 2
καλλωπισμοῖς DAT.PL MASC 1