στρυφνότης NOUN

Count: 32

ShortDef

a rough, harsh taste

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στρυφνότης)
LSJ (στρυφνότης)
Middle Liddell (στρυφνότης)

Form List

form parse count
στρυφνότης NOM.SG FEM 7
στρυφνότητα ACC.SG FEM 6
στρυφνότητος GEN.SG FEM 11
στρυφνότητός GEN.SG FEM 1
στρυφνότητι DAT.SG FEM 4
στρυφνότητες NOM.PL FEM 2
στρυφνότητας ACC.PL FEM 1