αὐστηρότης NOUN

Count: 17

ShortDef

harshness, roughness

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (αὐστηρότης)
LSJ (αὐστηρότης)
Middle Liddell (αὐστηρότης)

Form List

form parse count
αὐστηρότης NOM.SG FEM 5
αὐστηρότητα ACC.SG FEM 1
αὐστηρότητος GEN.SG FEM 6
αὐστηρότητός GEN.SG FEM 2
αὐστηρότητι DAT.SG FEM 1
αὐστηρότητές NOM.PL FEM 1
αὐστηρότητάς ACC.PL FEM 1