παρακινδυνευτικὸς

Count: 1

NOM.SG MASC παρακινδυνευτικός ADJ venturesome, audacious

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

παρακινδυνευτικός NOM.SG MASC παρακινδυνευτικός ADJ 1