πραγματευσάμενος

Count: 10

AOR MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB to busy oneself, take trouble

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πραγματευθείς AOR MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1
πραγματευθεὶς AOR MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1
πραγματευσάμενός AOR MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1