πραγματευσάμενός

Count: 1

AOR MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB to busy oneself, take trouble

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πραγματευθείς AOR MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1
πραγματευθεὶς AOR MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1
πραγματευσάμενος AOR MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 10