ἐπιγραμματοποιὸς

Count: 1

NOM.SG MASC ἐπιγραμματοποιός NOUN epigrammatist

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἐπιγραμματοποιός NOM.SG MASC ἐπιγραμματοποιός NOUN 2