περιπλευμονίῃσιν

Count: 1

DAT.PL FEM περιπλευμονία NOUN inflammation of the lungs

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιπλευμονίαις DAT.PL FEM περιπλευμονία NOUN 1
περιπλευμονίῃσι DAT.PL FEM περιπλευμονία NOUN 5
περιπνευμονίῃσιν DAT.PL FEM περιπλευμονία NOUN 1