περιπλευμονίῃσι

Count: 5

DAT.PL FEM περιπλευμονία NOUN inflammation of the lungs

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιπλευμονίαις DAT.PL FEM περιπλευμονία NOUN 1
περιπλευμονίῃσιν DAT.PL FEM περιπλευμονία NOUN 1
περιπνευμονίῃσιν DAT.PL FEM περιπλευμονία NOUN 1