περιπνευμονιῶν

Count: 2

GEN.PL FEM περιπλευμονία NOUN inflammation of the lungs

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιπλευμονιῶν GEN.PL FEM περιπλευμονία NOUN 1
περιπνευμονιᾶν GEN.PL FEM περιπλευμονία NOUN 1