περιπλευμονιῶν

Count: 1

GEN.PL FEM περιπλευμονία NOUN inflammation of the lungs

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιπνευμονιᾶν GEN.PL FEM περιπλευμονία NOUN 1
περιπνευμονιῶν GEN.PL FEM περιπλευμονία NOUN 2