συμμειγνύηται

Count: 1

PRES MID 3SG SBJV συμμείγνυμι VERB mix together, commingle

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ξυμμίσγηται PRES MID 3SG SBJV συμμείγνυμι VERB 1
συμμίσγηται PRES MID 3SG SBJV συμμείγνυμι VERB 1