καλλικόμοισιν

Count: 1

DAT.PL MASC καλλίκομος NOUN beautiful-haired

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καλλικόμοισιν DAT.PL FEM καλλίκομος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

καλλικόμοισι DAT.PL MASC καλλίκομος NOUN 1