συγκατοίκισε

Count: 1

AOR ACT 3SG IND συγκατοικίζω VERB to colonise jointly, join in colonising

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συγκατῴκισε AOR ACT 3SG IND συγκατοικίζω VERB 1
ξυγκατῴκισεν AOR ACT 3SG IND συγκατοικίζω VERB 1
συγκατῴκισεν AOR ACT 3SG IND συγκατοικίζω VERB 2