συγκατάθεσις

Count: 27

NOM.SG FEM συγκατάθεσις NOUN approval, agreement, concord

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συνκατάθεσις NOM.SG FEM συγκατάθεσις NOUN 1
συγκατάθεσίς NOM.SG FEM συγκατάθεσις NOUN 2