συνκατάθεσις

Count: 1

NOM.SG FEM συγκατάθεσις NOUN approval, agreement, concord

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συγκατάθεσίς NOM.SG FEM συγκατάθεσις NOUN 2
συγκατάθεσις NOM.SG FEM συγκατάθεσις NOUN 27