συγγράμμασίν

Count: 2

DAT.PL NEUT σύγγραμμα NOUN a writing, a written paper

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ξυγγράμμασι DAT.PL NEUT σύγγραμμα NOUN 1
συγγράμμασί DAT.PL NEUT σύγγραμμα NOUN 1
συγγράμμασι DAT.PL NEUT σύγγραμμα NOUN 33
συγγράμμασιν DAT.PL NEUT σύγγραμμα NOUN 53