γαλακτοπόται

Count: 1

NOM.PL MASC γαλακτοπότης NOUN a milk-drinker

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γαλακτοπόται NOM.PL MASC γαλακτοπότης ADJ 2
γαλακτοπόται VOC.PL MASC γαλακτοπότης NOUN 1