διαπορήσεις

Count: 1

FUT ACT 2SG IND διαπορέω VERB to be quite at a loss

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαπορήσεις ACC.PL FEM διαπόρησις NOUN 1
διαπορήσεις NOM.PL FEM διαπόρησις NOUN 4