κατακάλυμμα

Count: 3

NOM.SG NEUT κατακάλυμμα NOUN covering, veil

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατακάλυμμα ACC.SG NEUT κατακάλυμμα NOUN 7

Other Forms With Same Analysis

κατακάλυμμά NOM.SG NEUT κατακάλυμμα NOUN 2