κατακάλυμμά

Count: 2

NOM.SG NEUT κατακάλυμμα NOUN covering, veil

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατακάλυμμά ACC.SG NEUT κατακάλυμμα NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κατακάλυμμα NOM.SG NEUT κατακάλυμμα NOUN 3