βουλευτήρια

Count: 1

NOM.PL NEUT βουλευτήριον NOUN a council-chamber, senate-house

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

βουλευτήρια ACC.PL NEUT βουλευτήριον NOUN 14
βουλευτήρια VOC.PL NEUT βουλευτήριον NOUN 1