μισθοφόροις

Count: 1

DAT.PL MASC μισθοφόρος NOUN receiving wages

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μισθοφόροις DAT.PL FEM μισθοφόρος ADJ 1
μισθοφόροις DAT.PL MASC μισθοφόρος ADJ 47
μισθοφόροις DAT.PL NEUT μισθοφόρος ADJ 1