Διθυράμβοις

Count: 1

DAT.PL MASC διθύραμβος NOUN the dithyramb

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Διθυράμβοις DAT.PL MASC Διθύραμβος NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

διθυράμβοις DAT.PL MASC διθύραμβος NOUN 10