συμπόταισίν

Count: 1

DAT.PL MASC συμπότης NOUN a fellow-drinker, boon-companion

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ξυμπόταις DAT.PL MASC συμπότης NOUN 1
συμπόταις DAT.PL MASC συμπότης NOUN 20
συμπόταισιν DAT.PL MASC συμπότης NOUN 1