διαπορήσεις

Count: 1

ACC.PL FEM διαπόρησις NOUN doubting, perplexity

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαπορήσεις NOM.PL FEM διαπόρησις NOUN 4
διαπορήσεις FUT ACT 2SG IND διαπορέω VERB 1