κατάπτυστον

Count: 1

VOC.SG NEUT κατάπτυστος ADJ to be spat upon, abominable, despicable

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάπτυστον ACC.SG MASC κατάπτυστος ADJ 6
κατάπτυστον ACC.SG NEUT κατάπτυστος ADJ 4
κατάπτυστον NOM.SG NEUT κατάπτυστος ADJ 1