πελταστικοὶ
Count: 1
NOM.PL MASC | πελταστικός | ADJ | skilled in the use of the πέλτη |
Occurrences
Occurences coming soon.
Other Forms With Same Analysis
πελταστικοί | NOM.PL MASC | πελταστικός | ADJ | 1 |
---|
Count: 1
NOM.PL MASC | πελταστικός | ADJ | skilled in the use of the πέλτη |
πελταστικοί | NOM.PL MASC | πελταστικός | ADJ | 1 |
---|