παρθενικῇσι

Count: 1

DAT.PL FEM παρθενικός ADJ of a παρθένος, an unmarried girl

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

παρθενικῇς DAT.PL FEM παρθενικός ADJ 1
παρθενικαῖς DAT.PL FEM παρθενικός ADJ 3
παρθενικῇσιν DAT.PL FEM παρθενικός ADJ 1