λινοσπέρμου

Count: 1

GEN.SG NEUT λινοσπέρμοus NOUN

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λινοσπέρμου GEN.SG MASC λινόσπερμος ADJ 10
λινοσπέρμου GEN.SG FEM λινόσπερμος ADJ 8
λινοσπέρμου GEN.SG NEUT λινόσπερμος ADJ 8
λινοσπέρμου GEN.SG MASC λινόσπερμος NOUN 1