κατάλειμμα

Count: 13

ACC.SG NEUT κατάλειμμα NOUN remnant

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάλειμμα NOM.SG NEUT κατάλειμμα NOUN 10

Other Forms With Same Analysis

κατάλειμμά ACC.SG NEUT κατάλειμμα NOUN 1