σαλπιγκτὴς

Count: 9

NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN a trumpeter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

σαλπικτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 2
σαλπικτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 4
σαλπιγκτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 5